- ἀπτώξ
- ἀπτώξ, ῶκος, ὁ, ἡ,A without hares, Hdn.Gr.1.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απτώξ — ἀπτώξ ( ῶκος), ο (Α) 1. (για τόπο) ο χωρίς λαγούς 2. ο άφοβος … Dictionary of Greek